συγκυνηγός

συγκυνηγός
και δωρ.τ. συγκυναγός, ό και ἡ, Α [κυνηγός]
αυτός που κυνηγά μαζί με άλλον, σύντροφος στο κυνήγι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συγκυνηγός — fellow hunter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκυνηγοί — συγκυνηγός fellow hunter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκυνηγόν — συγκυνηγός fellow hunter masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκυνηγέτης — ὁ, ΜΑ, και θηλ. συγκυνη γέτις, ιδος, Α συγκυνηγός* μσν. μτφ. συνεργάτης, συνεργός, σύντροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κυνηγέτης «κυνηγός»] …   Dictionary of Greek

  • συγκυνηγώ — έω, Α [συγκυνηγός] κυνηγώ μαζί με άλλον, συγκυνηγετῶ* …   Dictionary of Greek

  • συγκυναγέ — συγκυναγός fellow hunter masc voc sg συγκυνᾱγέ , συγκυνηγός fellow hunter masc/fem voc sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκυνηγῶν — συγκυνηγέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) συγκυνηγέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) συγκυνηγός fellow hunter masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”